18.4 C
Athens

Aντιγράψτε ελεύθερα τον Ολυμπιακό!

Η λέξη παραδοχή δεν υπάρχει στο λεξιλόγιο της «συμμαχίας», αλλά ο Ολυμπιακός θα αποτελεί πάντα το πρότυπο για όλες τις ελληνικές ομάδες. Γράφει ο Παναγιώτης Γκαραγκάνης

Ο Ολυμπιακός ήταν, είναι και θα είναι πάντα πρωτοπόρος. Παράδειγμα προς μίμηση, role model για τον ελληνικό αθλητισμό σε όλους τους τομείς και όλα τα αθλήματα. Πρότυπο για όλους. Η απόφαση του Ολυμπιακού και του Βαγγέλη Μαρινάκη να στηρίξουν απόλυτα ένα προπονητικό πρότζεκτ δικαιώθηκε απόλυτα παρά το γεγονός πως η πρώτη σεζόν με τον Πέδρο Μαρτίνς δεν συνοδεύτηκε με την κατάκτηση κάποιου τίτλου (2018/19).

Πλέον, ο Πορτογάλος προπονητής ετοιμάζεται για την τέταρτη διαδοχική σεζόν του με τους Ερυθρόλευκους και την κατάρριψη του απόλυτου ρεκόρ στον πάγκο της ομάδας, που κατέχει ο Ντούσαν Μπάγεβιτς. Από το αρχικό συμβόλαιο των περίπου 500.000 ευρώ, κερδίζει, πλέον, παραπάνω από τα τριπλάσια χρήματα σε ετήσια βάση χάρη στην εξαιρετική δουλειά που έχει κάνει στην ομάδα. Και, προφανώς, παραμένει ο πιο ακριβοπληρωμένος προπονητής που εργάζεται στην Ελλάδα ό,τι και αν λέγεται δεξιά και αριστερά.

Η κατάκτηση του δεύτερου συνεχόμενου Πρωταθλήματος Ελλάδας από τον Ολυμπιακό με τη συντριπτική βαθμολογική διαφορά, οδήγησε τους τρεις «συμμάχους» στην αντιγραφή του μοντέλου των Ερυθρόλευκων. Προφανώς, δεν θα το παραδεχθούν ποτέ, αλλά ο Ολυμπιακός άνοιξε το δρόμο και τα… μάτια των ΠΑΟΚ, ΑΕΚ και Παναθηναϊκού, που συνολικά απείχαν 93 βαθμούς από τον Θρύλο, στο τέλος του Πρωταθλήματος για τη σεζόν 2020/21 (26 ο ΠΑΟΚ, 30 η ΑΕΚ, 37 ο Παναθηναϊκός).

Βέβαια, τον Απρίλιο του 2018, ο Ολυμπιακός είχε επιλέξει ένα «άφθαρτο» πρόσωπο από την Πορτογαλία, την κορυφαία προπονητική σχολή στον πλανήτη. Ο ΠΑΟΚ επέλεξε ξανά τον Ραζβάν Λουτσέσκου, η ΑΕΚ προσέλαβε τον Βλάνταν Μιλόγεβιτς και ο Παναθηναϊκός τον Ιβάν Γιοβάνοβιτς. Τρεις προπονητές που έχουν ένα κοινό γνώρισμα: ξέρουν την ελληνική πραγματικότητα. Ο Ρουμάνος είναι ένα επικοινωνιακό και προπονητικό «κατασκεύασμα» του Τύπου. Ένας συντηρητικός προπονητής, επιπέδου Ξάνθης, που βασίζεται στις προκλήσεις, την «πολυλογία» και τα mind games. Ο Γιοβάνοβιτς έχει να προπονήσει οκτώ χρόνια στην Ευρώπη και είναι, επίσης, ένας συντηρητικός προπονητής χωρίς ιδιαίτερη επιθετική στόχευση στο παιχνίδι του. Ο Μιλόγεβιτς έχει κάνει πρωταθλητισμό μόνο στον Ερυθρό Αστέρα, αλλά κατά τη γνώμη μου είναι ο καλύτερος προπονητής από τους τρεις, παίζοντας το πιο οργανωμένο ποδόσφαιρο από τους υπόλοιπους.

Και οι τρεις «σύμμαχοι»/«εξυγιαντές», λοιπόν, αποφάσισαν να αλλάξουν πρόσωπο στην τεχνική ηγεσία και να δώσουν το υψηλότερο συμβόλαιο της ομάδας τους στον προπονητή ενόψει της νέας σεζόν. Βέβαια, χρειάζεται και η δαπάνη χρημάτων για την απόκτηση καλύτερων ποδοσφαιριστών από αυτούς που έχουν προκειμένου να πλησιάσουν αγωνιστικά τους Πρωταθλητές Ελλάδας, αλλά το συγκεκριμένο γεγονός φανερώνει πολλά.

Είναι μία παραδοχή της ήττας τους σε όλα τα επίπεδα από τον Ολυμπιακό, που κυριαρχεί απόλυτα και σκοπεύει να συνεχίσει να το κάνει. Είναι μία παραδοχή ότι ο Ολυμπιακός κάτι πρέπει να κάνει καλά για να έχει τον ίδιο τεχνικό ηγέτη και σε τέταρτη διαδοχική σεζόν, παίζοντας με διαφορά το καλύτερο ποδόσφαιρο στην Ελλάδα. Άλλωστε, θα φανεί στην πράξη αν οι ΠΑΟΚ, ΑΕΚ και Παναθηναϊκός στηρίξουν την επιλογή τους κατά τη διάρκεια της νέας σεζόν (και των επόμενων ετών) ή στην πρώτη «στραβή» και σε μία ακόμα αποτυχία τους ο πρώτος που θα την… πληρώσει θα είναι ο άνθρωπος που βρίσκεται στην άκρη του πάγκου, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις.

Οι Ερυθρόλευκοι επένδυσαν στον προπονητή και τη φιλοσοφία του και δεν υπολόγισαν το κόστος για να δημιουργήσουν μία ομάδα κυριολεκτικά από την αρχή, στηρίζοντας απόλυτα την απόφασή τους παρά τα όποια εμπόδια προέκυψαν στην πορεία. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όλα αυτά τα χρόνια της κυριαρχίας τους επενδύουν μονίμως και σε ποδοσφαιριστές υψηλής ποιότητας, που κάνουν τη διαφορά και είναι ακριβοπληρωμένοι. Παράλληλα, έχουν «χτίσει» το κορυφαίο τμήμα σκάουτινγκ στην Ελλάδα και ένα από τα καλύτερα στον κόσμο, ανακαλύπτοντας παίκτες με σχετικά μικρό κόστος για τα ποδοσφαιρικά δεδομένα παγκοσμίως. Ποδοσφαιριστές, όπως ο Καμαρά, που ξεκινούν από χαμηλά στο οικονομικό κομμάτι και μέσα από τη δουλειά και την προσπάθειά τους φτάνουν να κερδίζουν ένα από τα υψηλότερα συμβόλαια της ομάδας, όπως συνέβη για παράδειγμα με την περίπτωση του μέσου από τη Γουινέα.

Η διαφορά δυναμικότητας του Ολυμπιακού με τους εν Ελλάδι αντιπάλους και ανταγωνιστές του είναι μεγάλη και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κανέναν και τίποτα παρά τα κατά καιρούς επικοινωνιακά τεχνάσματα. Χωρίς να υπάρχουν εγγυημένα έσοδα από τη συμμετοχή στη φάση των ομίλων του Champions League (έχει… λιώσει πια αυτή η καραμέλα που χρησιμοποιούν οι αντίπαλοί του εντός συνόρων, δίχως καμία απολύτως βάση), ο Πρωταθλητής Ελλάδας επενδύει, επενδύει, επενδύει… Το γεγονός πως ετοιμάζεται να δώσει ένα ακόμα υψηλό συμβόλαιο στην επίθεση για τον Τικίνιο Σοάρες όταν υπάρχει, ήδη, στην «εξίσωση» ο σπουδαίος Γιουσέφ Ελ Αραμπί (και ένα ακόμα συμβόλαιο άνω του ενός εκατομμυρίου σε ποδοσφαιριστή της ομάδας), δείχνει ξεκάθαρα τις προθέσεις των Ερυθρόλευκων και για τη νέα σεζόν. Προσπαθούν να γίνουν ακόμα καλύτεροι, ανεβάζοντας και άλλο την ποιοτική στάθμη του ρόστερ τους, και δεν ενδιαφέρονται για το τι κάνουν οι άλλες ομάδες…

ΕΥΘΕΩΣ με τον Γιώργο Χαλά Γιώργος Χαλάς