16.4 C
Athens

Η πρώτη συνέντευξη της Ιωάννας 10 μήνες μετά την επίθεση με βιτριόλι: Η όψη μου με τρομάζει

Την πρώτη της συνέντευξη περίπου 10 μήνες μετά τη σοκαριστική επίθεση που δέχθηκε με βιτριόλι παραχώρησε στο περιοδικό «ΟΚ» η Ιωάννα Παλιοσπύρου.

Η 34χρονη γυναίκα περιγράφει με συγκλονιστικό τρόπο την ημέρα που της άλλαξε τη ζωή, τη δύσκολη καθημερινότητά της, αλλά και τα συναισθήματά της για τη 35χρονη δράστιδα.

Στο περιοδικό δημοσιεύεται η πρώτη φωτογραφία της Ιωάννας μετά την επίθεση, με την ειδική μάσκα που χρειάζεται να φορά 24 ώρες το 24ωρο, προκειμένου να πιέζει τις ουλές στο πρόσωπό της.

Διαβάστε τη συνέντευξη που έδωσε στο Ok:

Ιωάννα έχουν περάσει δέκα μήνες από την επίθεση που δέχτηκες. Ποιες είναι οι πιο έντονες αναμνήσεις από εκείνη τη μέρα;

Ήταν πρωί και μόλις είχα φτάσει στο γραφείο. Τη στιγμή που μπήκα στην είσοδο συνέβη ό,τι συνέβη. Η πιο δυνατή ανάμνηση που έχω είναι αυτή η έντονη, βαριά χημική μυρωδιά όταν έπεσε πάνω μου, στο πρόσωπό μου, ένα παχύρρευστο υγρό. Κατάλαβα αμέσως πως ήταν κάποιο οξύ. Δεν μπορώ να ξεχάσω τον αφόρητο πόνο που ένιωσα και τον μεγάλο πανικό που με κατέβαλε. Είχα την αίσθηση πως εκείνη τη στιγμή κάτι χάνω, πως φεύγει η ζωή μου και ένιωθα αβοήθητη και ανήμπορη. Έφυγα ουρλιάζοντας, ζητώντας απεγνωσμένα βοήθεια και πήγα ενστικτωδώς μέχρι το απέναντι φαρμακείο. Ήταν το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό. Πιστεύω ότι λειτούργησε το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, της επιβίωσης. Έχουν χαραχτεί στο μυαλό μου οι τρομαγμένες εκφράσεις των ανθρώπων στο φαρμακείο. Δεν τολμούσε να με ακουμπήσει κανείς. Πάγωσαν, δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν. Φώναζα «Βοηθήστε με, καίγομαι, πεθαίνω». Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν να αντέξω, να παλέψω για να μη χάσω τις αισθήσεις μου. Μέσα στον πανικό μου, έναν πρωτόγνωρο πανικό και απελπισία, ένιωθα πως είμαι η μόνη που μπορούσα να με βοηθήσω.

Πως βρέθηκες τελικά στο νοσοκομείο;

Η φαρμακοποιός με γνώριζε, ψώνιζα κάποιες φορές από εκεί, έτσι από το φαρμακείο κάλεσαν συνεργάτες μου στην εταιρεία και εκείνοι με πήγαν στο Metropolitan».

Είχες παρατηρήσει κάτι περίεργο εκείνη την ημέρα ή τις προηγούμενες; Κάτι ασυνήθιστο που να σε είχε προβληματίσει;

Ήταν μια φυσιολογική μέρα, όπως όλες οι προηγούμενες. Η καθημερινότητά μου μέχρι εκείνη την ημέρα ήταν ήσυχη, όμορφη και ανέμελη. Ήμασταν και σε περίοδο καραντίνας, οπότε είχα ένα πολύ συγκεκριμένο πρόγραμμα. Δουλειά, σπίτι, συναντήσεις με λίγους καλούς φίλους. Ήμουν μία απλή κοπέλα της διπλανής πόρτας. Τίποτα δεν με είχε κάνει να νιώσω πως συμβαίνει κάτι έξω από τα συνηθισμένα.

Ξέρω ότι είναι εξαιρετικά επώδυνο να γυρνάς τον χρόνο σε εκείνες τις στιγμές, αλλά πώς έχουν καταγραφεί μέσα σου εκείνες οι πρώτες μέρες στο νοσοκομείο;

Δεν είχα καταλάβει καθόλου τι μου έχει συμβεί… πόσο σοβαρή είναι η κατάσταση. Είχα αντιληφθεί πως μου είχαν ρίξει κάτι καυστικό και προσπαθούσα απλά να μη χάσω τον εαυτό μου, να μη χάσω το μυαλό μου, να μη χάσω επαφή με το περιβάλλον και να κατανοήσω τι γίνεται. Είχα μόνο ερωτηματικά. Ποιος; Γιατί; Μετά το ατύχημα με είχαν πάει στο Metropolitan αλλά την επόμενη μέρα με μετέφεραν στο Λάτσειο Κέντρο Εγκαυμάτων στο Θριάσιο. Εκεί από την πρώτη στιγμή βρέθηκε κοντά μου η γιατρός μου, η κυρία Καλοφώνου.

Το πρώτο διάστημα είχα μια άρνηση στο να κατανοήσω και να αποδεχτώ τι μου είχε συμβεί. Όσο περνούσαν οι μέρες, η γιατρός μου με ενημέρωνε για την κατάστασή μου – αλλά μόνο όταν εγώ τη ρωτούσα και μόνο μέχρι το σημείο που άντεχα. Κάποια στιγμή άρχισα να σκέφτομαι πως κάτι δεν καταλαβαίνω καλά, ένιωθα πως κάτι δεν πηγαίνει καθόλου σωστά. Πάγωνε το αίμα μου στις απαντήσεις που έπαιρνα αλλά δεν ήμουν καθόλου έτοιμη να το διαχειριστώ. Ένιωθα μπερδεμένη. Αναρωτιόμουν μήπως κάτι άλλο εννοεί η γιατρός μου με αυτά που μου λέει. Έλεγα μέσα μου πως πρέπει να είμαι συνεργάσιμη, να είμαι καλή ασθενής, να μην εξωτερικεύω την αγωνία και τον πόνο μου, με την ελπίδα πως σε λίγες μέρες θα έκανα την ίδια ερώτηση και θα έπαιρνα μια καλύτερη, πιο αισιόδοξη απάντηση.

Ποια ήταν η πρώτη ερώτηση που έκανες στη γιατρό σου; Ποιες ήταν οι σκέψεις σου εκείνες τις δύσκολες ώρες;

Η κυρία Καλοφώνου είναι πάντα λιγομίλητη. Στις πρώτες μας συζητήσεις, πήρα μια βαθιά ανάσα και βρήκα το θάρρος να τη ρωτήσω όλα αυτά που στριφογυρνούσαν συνεχώς στο μυαλό μου. Η ερώτηση ήταν: Τι είναι αυτό που μου έχει συμβεί, αν θα κάνω κάποιο χειρουργείο και πότε θα μπορέσω να πάω στο σπίτι μου. Μέχρι τότε πίστευα αφελώς πως σε 2-3 εβδομάδες θα γίνω καλά και θα βγω, δεν είχα καμία εικόνα της πραγματικότητας.

Θυμάμαι πως μου είπε: «Αυτό που έχεις πάθει είναι πολύ σοβαρό, αυτό που σου έκαναν είναι πολύ κακό. Εγώ δεν είμαι εδώ για να εξετάσω το πώς και το γιατί συνέβη, εγώ είμαι εδώ για να γίνεις καλά. Θα πρέπει να οπλιστείς με υπομονή και να προετοιμαστείς για πολλά χειρουργεία». Στα λόγια της αυτά, θυμάμαι, μου κόπηκε η ανάσα. Ήταν η πρώτη φορά που αναρωτήθηκα τι έχω πάθει και χρειάζομαι τόσο πολλά χειρουργεία…

Πέρα από τους φρικτούς πόνους, ήμουν σε μεγάλο σοκ, δεν μιλούσα καθόλου, ούτε καν στη μητέρα μου. Προσπαθούσα να συγκροτήσω τις σκέψεις και τις δυνάμεις μου και να εξηγήσω με τη λογική όσα μου συνέβαιναν. Δεν ήξερα ποιος μου είχε επιτεθεί και γιατί βρισκόμουν σε αυτή την κατάσταση. Σκεφτόμουν πως –έστω συνειδητά– δεν έχω βλάψει κανέναν. Αναρωτιόμουν πώς ήταν δυνατόν να έχω ενοχλήσει κάποιον χωρίς να το έχω καταλάβει, ώστε να με μισεί τόσο που να με κυνηγά με μανία, ξανά και ξανά, για να με σκοτώσει. Δεν έβγαινε νόημα. Ένιωσα πως χάνω τη λογική μου και τον εαυτό μου. Σκεφτόμουν πως ή έχω τρελαθεί και δεν μου το λένε ή πως όλοι οι άλλοι είναι τρελοί.

Μου είχε περάσει από το μυαλό ότι ίσως μου έχουν στήσει μια καλοστημένη φάρσα και παρακαλούσα κάποιος να βγει και να πει πως είναι όλα ψέματα… Επειδή το αριστερό μου μάτι ήταν σοβαρά τραυματισμένο και δεν είχα καλή όραση, με είχαν συμβουλεύσει οι γιατροί να κρατώ όσο μπορώ κλειστά τα μάτια μου για να επουλωθεί η ουλή από το έγκαυμα. Έτσι, δεν είχα καθαρή εικόνα του ευρύτερου χώρου όπου βρισκόμουν. Σκεφτόμουν, λοιπόν, μήπως δεν ήμουν στο Λάτσειο, όπως μου έλεγαν, αλλά με είχαν φέρει σε ψυχιατρική κλινική και μου το έκρυβαν. Όταν κάποια στιγμή ήρθε να με πάρει ο τραυματιοφορέας μου, ο Μιχάλης, να με μεταφέρει στην οφθαλμολογική κλινική για να με εξετάσουν, όπως ήμουν στο καροτσάκι, εξουθενωμένη και με θολή όραση, προσπαθούσα σε πόρτες, διαδρόμους και ασανσέρ να δω και να ελέγξω τις ταμπέλες για να επιβεβαιώσω πως όντως είμαι σε νοσοκομείο – και όταν είδα μια σχετική επιγραφή ένιωσα μεγάλη ανακούφιση.

Τη σοβαρότητα του τραυματισμού σου πότε τη συνειδητοποίησες;

Χρειάστηκα μήνες για να καταλάβω τι μου έχει συμβεί. Άργησα πολύ και θα εξηγήσω γιατί. Ρωτούσα τη γιατρό μου για ποιο λόγο δεν μπορούν να επουλωθούν τα τραύματα και μου έλεγε: «Έχεις εγκαύματα ολικού πάχους». Δεν αντιλαμβανόμουν τι είναι αυτό, δεν είχα ιατρικές γνώσεις. Μου εξηγούσε ότι η αναπλαστική λειτουργία είχε καταστραφεί, είχε καεί και προσπαθούσαν να αναπληρώσουν αυτή τη λειτουργία με μοσχεύματα. Για να το καταλάβω, μου εξηγούσε: «Όταν κάτι καίγεται, χάνεται για πάντα, εξαφανίζεται… Δεν μπορείς να έχεις το ίδιο δέρμα ξανά». Για να το καταλάβει κάποιος αυτό, αρκεί να σκεφτεί πως όταν σε έναν άνθρωπο συμβαίνει κάτι τέτοιο, μετά ζυγίζει λιγότερα κιλά, διότι έχει κάψει και έχει χάσει βασικά στοιχεία από τον οργανισμό του. Βέβαια, τότε δεν είχα ακόμα δει τι έχω πάθει.

Θυμάσαι μια στιγμή ελπίδας, κάτι που σου έδωσε κουράγιο, εκείνες τις μέρες στο νοσοκομείο;

Η πρώτη στιγμή που ένιωσα πολύ μεγάλη ανακούφιση ήταν η στιγμή της σύλληψης της γυναίκας που μου προκάλεσε αυτό το κακό. Κι αυτό δεν είχε να κάνει τόσο με το πρόσωπο της συγκεκριμένης, αλλά πως επιτέλους μέσα μου ηρέμησα γιατί η ένοχος δεν μπορεί πια να με βλάψει. Μέχρι τότε ζούσα με αυτό τον φόβο. Σκεφτόμουν την πόρτα να ανοίγει και να μπαίνει μέσα για να με σκοτώσει. Μέχρι να συλληφθεί ζούσα με διαρκή φόβο. Επειδή το φως ήταν επίπονο για εμένα, με ενοχλούσε, το δωμάτιό μου ήταν πάντα σκοτεινό με τα φώτα χαμηλωμένα. Μέσα στο σκοτάδι, λοιπόν, είχα μάθει να αναγνωρίζω τον ήχο του βηματισμού της μητέρας μου και πεταγόμουν όταν άκουγα έναν άλλο βηματισμό. Ρωτούσα αναστατωμένη ποιος είναι για να ακούσω τη φωνή και να βεβαιωθώ πως είναι κάποιος από το νοσηλευτικό προσωπικό.

Μετά τη σύλληψή της, λοιπόν, μπορούσα πια να μη φοβάμαι για τη ζωή μου. Μέχρι τότε σκεφτόμουν ότι και να βγω από το νοσοκομείο θα κινδύνευα, αφού μια αγνώστου ταυτότητας γυναίκα θα με κυνηγά για να με σκοτώσει. Μετά τη σύλληψή της, όμως, τα βράδια στο νοσοκομείο έγιναν η στιγμή της ημέρας που μου έδινε ελπίδα. Τη νύχτα, όταν ερχόταν η ώρα του ύπνου, όλα ηρεμούσαν. Ήξερα πως δεν θα έρθει κανείς να μου κάνει άλλη μία επώδυνη αιμοληψία, πως δεν θα έρθουν να μου αλλάξουν τις γάζες και να τις ξεκολλούν από τους καμένους ιστούς, πως δεν θα έρθει κάποιος να μου κάνει ενέσιμες θεραπείες με κορτιζόνη στο μάτι, ούτε η γιατρός μου με λαβίδες, νυστέρι και απολυμαντικά για να αφαιρέσει καμένα κομμάτια από τη μύτη μου. Όλα αυτά για μένα ήταν η καθημερινή επώδυνη πραγματικότητα στο νοσοκομείο. Κάθε βράδυ, λοιπόν, ένιωθα πως κέρδιζα ακόμα μία μάχη, για να βάλω τα δυνατά μου για την επόμενη μέρα.

Είναι διαφορετικό, χωρίς να λέω πως είναι λιγότερο σοβαρό, το να πάθεις ένα ατύχημα στον δρόμο ή να αρρωστήσεις σοβαρά, και διαφορετικό να ξέρεις πως δίνεις μια μάχη για να κρατηθείς στη ζωή γιατί κάποιος άλλος άνθρωπος το επιδίωξε, μάλιστα με επιμονή. Είναι δύσκολο να διαχειριστείς την αδικία, τα ερωτηματικά και τον θυμό μέσα στον πόνο σου. Η αλήθεια είναι πως δεν καταλαβαίνω την άρνησή της να απαντήσει στα αμέτρητα “γιατί” που όλοι μας έχουμε, παρόλο που έχει δηλώσει μέσω του δικηγόρου της πως η πρόθεσή της είναι να το κάνει, να απολογηθεί. Δεν ξέρω ποια είναι η σκοπιμότητά της, αλλά είναι κάτι που με στρεσάρει, με στενοχωρεί και με θυμώνει. Δεν καταλαβαίνω γιατί επιμένει προκλητικά να συνεχίζει να προσβάλλει εμένα και την οικογένειά μου και να μας στερεί το δικαίωμα για απαντήσεις. Είναι νομικό της δικαίωμα να μη θέλει να απολογηθεί, αλλά δεν είναι ηθικό της δικαίωμα. Και με θυμώνει που δεν γνωρίζω τον λόγο που η ζωή η δική μου και της οικογένειάς μου έχει γίνει εφιάλτης τους τελευταίους δέκα μήνες. Για μένα η στάση της επιβεβαιώνει πως οι επανειλημμένες απόπειρες που έκανε να με σκοτώσει ήταν απολύτως συνειδητές, με διαρκή σχεδιασμό και χωρίς την παραμικρή μεταμέλεια. Δεν καταλαβαίνω πώς κάποιος μπορεί να είναι τόσο απάνθρωπος χωρίς να έχει την παραμικρή πρόκληση.

Πώς είναι σήμερα η κατάσταση της υγείας, αλλά και της ψυχολογίας σου;

Έχω κάνει ήδη οκτώ χειρουργεία. Αυτή η περίοδος είναι μεταβατική. Πρέπει να ξεκουραστεί ο οργανισμός μου και να μπορέσω να συνεχίσω. Πριν από λίγες μέρες πήρα μια εκτίμηση από ένα εξειδικευμένο σε εγκαύματα νοσοκομείο της Γαλλίας σχετικά με την κατάστασή μου, η οποία ήταν αποκαρδιωτική. Εκκρεμούν πολλές και πολύπλοκες επανορθωτικές επεμβάσεις, πολύ επίπονες, που εγκυμονούν και μια σειρά από κινδύνους, είναι μια μακρά διαδικασία, με όλο το ψυχολογικό και οικονομικό κόστος που συνεπάγεται αυτό για έναν άνθρωπο και την οικογένειά του. Δεν υπάρχει κάποιος γιατρός που μπορεί να μου πει με σιγουριά πόσα χειρουργεία θα χρειαστώ, γιατί παίζει ρόλο το πώς θα ανταποκριθεί ο οργανισμός μου. Τα πιο σημαντικά θα είναι στο μάτι και στο αυτί μου.

Όταν θα είμαι έτοιμη, θα ξεκινήσουμε και μία ακόμα διαδικασία με διατατήρες και δερματικά μοσχεύματα για να ενισχυθούν κάποιες περιοχές που είναι εντελώς κατεστραμμένες. Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πολλά περιστατικά εκτεταμένων χημικών εγκαυμάτων. Είναι πολύ πιθανό να χρειαστώ συνδρομή και θεραπείες από κέντρα αποκατάστασης του εξωτερικού, όπου τέτοια περιστατικά δυστυχώς είναι πιο συχνά και υπάρχει μεγαλύτερη εξειδίκευση στην αντιμετώπισή τους. Κάτι τέτοιο σημαίνει επιπλέον έξοδα μετάβασης, διαμονής και πληρωμής νοσηλευτικών δαπανών για εμένα και τη μητέρα μου, τα οποία ακόμα δεν ξέρω αν και πώς μπορούν να καλυφθούν.

Ποια είναι πλέον η καθηµερινότητά σου;

Θα σου εξηγήσω την κατάστασή μου όσον αφορά την καθημερινότητά μου. Δεν μπορώ καθόλου να εκτεθώ στον ήλιο. Πέρα από τους λόγους της εικόνας μου, που δεν με κάνει να νιώθω άνετα να κυκλοφορώ, δεν μπορώ να εκτεθώ στο φως της μέρας για λόγους ευαισθησίας. Δεν μπορώ να εργαστώ για πρώτη φορά στη ζωή μου, το ίδιο και η μητέρα μου, που με φροντίζει καθημερινά αφού η όραση και η κίνησή μου δεν έχουν ακόμα αποκατασταθεί. Πρέπει να φοράω μια σκληρή ειδική μάσκα στο πρόσωπο. Ο ρόλος της είναι να πιέζει τις ουλές 24 ώρες το 24ωρο και είναι πολύ περιοριστική. Τη βγάζω μόνο για να φάω και να κάνω μπάνιο. Όλες τις υπόλοιπες ώρες τη φορώ. Ακόμα κι αν θέλω να πιω νερό, δεν μπορώ, πρέπει να πιω με καλαμάκι. Δεδομένου πως έχω εγκαύματα και ουλές σε όλο το σώμα, φοράω ειδικά πιεστικά ρούχα από ίνες σιλικόνης για να ασκούν πίεση στα τραυματισμένα σημεία.

Όλη αυτή η κατάσταση είναι δύσκολη και ψυχοφθόρα. Τα μοσχεύματα που έχω χρειάζονται συνεχή ειδική περιποίηση για να μην απορριφθούν από τον οργανισμό μου. Είναι κάτι που θα πρέπει να γίνεται εφ’ όρου ζωής, για να μη χρειαστεί να αντικατασταθούν. Στα σημεία των εγκαυμάτων, που είναι πολύ ευαίσθητα, προκύπτουν συνεχώς μικροτραυματισμοί και μολύνσεις, έτσι το μπάνιο μου μπορεί να γίνει μόνο με αντισηπτικό. Η μητέρα μου έχει αναλάβει την αποκλειστική φροντίδα μου. Ακόμα και ύστερα από τόσους μήνες δεν είμαι εξοικειωμένη με την εμφάνιση των τραυμάτων μου. Δεν νιώθω άνετα να ακουμπήσω τον εαυτό μου, δεν είναι καθόλου ευχάριστη η αίσθηση όταν με ακουμπάω, ούτε η εικόνα μου όταν με βλέπω. Η όψη μου μέχρι και σήμερα με τρομάζει.

Πώς ένιωσες όταν είδες για πρώτη φορά τον εαυτό σου μετά την επίθεση;

Αυτό έγινε λίγες µέρες πριν βγω από το νοσοκομείο. Ήταν πολύ σοκαριστικό για µένα. Οι ψυχολόγοι στο νοσοκομείο µε πίεζαν να κάνω την κίνηση αυτή πιο νωρίς. Έχω τραύματα παντού. Στο πρόσωπο, στον λαιμό, στον θώρακα, στα χέρια µου, στην κοιλιά µου, ακόμα και στην πλάτη. Τραυματισμένοι είναι και οι µηροί µου, από όπου παίρνουμε τα µοσχεύµατα. Ανέπαφη είμαι από τα γόνατα και κάτω. Κάποιοι ίσως αναρωτηθούν το πώς, αλλά ήταν τόσο µεγάλη η ποσότητα του υγρού που µου έριξε, ώστε από τα µαλλιά µου κυλούσε προς όλα τα σημεία.

ΕΥΘΕΩΣ με τον Γιώργο Χαλά Γιώργος Χαλάς