17.2 C
Athens

Ο «φιλόσοφος της γαστρονομίας» δεν κατοικεί πια εδώ

Ο Αντονι Μπουρντέν έγραψε το τέλος του, όπως ο ίδιος επιθυμούσε, αφήνοντας για πρώτη φορά το κοινό του με γεύση πικρή

Λένε πως οι παρέες που χτίζονται γύρω από ένα τραπέζι με νόστιμο φαγητό, δημιουργούν τους ισχυρότερους δεσμούς που υπάρχουν. Ισως επειδή το φαγητό αποτελεί ένα από τα πιο αρχέγονα ένστικτα, από καταβολής κόσμου, για ανθρώπους και ζώα, που όταν ικανοποιηθεί ημερεύει το θηρίο, κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Ο Αντονι Μπουρντέν δεν έχτιζε απλώς φιλίες γύρω από ένα τραπέζι φαγητού. Ηταν αυτός που το δημιουργούσε. Οι ωραίες μυρωδιές και οι νόστιμες γεύσεις ήταν η ζωή του και κέρδιζε τους ανθρώπους, πριν καν καθίσει μαζί τους γύρω από το τραπέζι για να συζητήσει, να επικοινωνήσει, να ανταλλάξει πληροφορίες, να μάθει για τα ήθη και τα έθιμα του φαγητού του κάθε λαού, της κάθε χώρας, αφού γνώριζαν τα θαύματα που μπορούσε να φτιάξει με τα χέρια του και τη μαγειρική του ευφυΐα.

Η σχέση αυτή ήταν, όπως είναι φυσικό, αμφίδρομη. Δούναι και λαβείν. Επαιρνε και έδινε, έπαιρναν και έδιναν.

Γι’ αυτό και η είδηση του θανάτου του και ιδιαίτερα ο τρόπος με τον οποίο επέλεξε να δώσει ο ίδιος τέλος στην ύπαρξή του, κρεμασμένος από τη ζώνη του μπουρνουζιού του στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του στο Στρασβούργο, προκάλεσε παγκόσμιο σοκ και θλίψη.

Είναι αδιανόητο να μαθαίνει κανείς πως αυτός ο κορυφαίος «γαστρονομικός θεραπευτής» και ο «γητευτής του ουρανίσκου» δεν βρίσκεται πια στη ζωή. Κι επειδή αυτοί τους οποίους «θεράπευσε» και «γήτεψε» ήταν πολλοί, αμέτρητοι, το ίδιο μεγάλος, αμέτρητος ήταν και ο πόνος. Ο θάνατός του άγγιξε πολλούς ανθρώπους από αυτούς που είχε γνωρίσει. Διάσημους σαν τον Μπαράκ Ομπάμα, αλλά και άσημους, ή εν πάση περιπτώσει γνωστούς μόνο στις κλειστές, μικρές τους κοινωνίες. Τον θρήνησαν όλοι. Από τους συναδέλφους του στο χώρο της γαστρονομίας, μέχρι τους σπουδαίους σταρ του Χόλιγουντ. Και από τους πολιτικούς μέχρι το ηλικιωμένο ζευγάρι με το μικρό εστιατόριο στο Φιλώτι της Νάξου. Και όπου Νάξος, μπορεί να βάλει κανείς τα αμέτρητα νησάκια, χωριά, πόλεις, χώρες που επισκέφτηκε στη διάρκεια των 61 χρόνων ζωής του για να γνωρίσει γεύσεις, μυρωδιές, τεχνικές, να τις ενσωματώσει στη μαγειρική του και στη συνέχεια να τις απογειώσει βάζοντας την προσωπική του πινελιά.

Ο θάνατός του προξένησε σοκ και για έναν ακόμα λόγο: Επειδή δεν μπορεί να το χωρέσει ο νους του μέσου ανθρώπου πώς κάποιος που έχει όλα όσα οι υπόλοιποι αναζητούν για μια ολόκληρη ζωή, συνηθέστατα χωρίς ποτέ να καταφέρουν να τα αποκτήσουν, που έχει ζήσει αυτά που όλοι θα επιθυμούσαν, ταξίδια, παραστάσεις, ωραίες γεύσεις, συντροφιές και παρέες, νοιώθει μέσα του ένα τόσο μεγάλο, τόσο ανεκπλήρωτο κενό, που δεν μπορεί να το γεμίσει τίποτα από αυτά που έχει, με αποτέλεσμα να βάζει ο ίδιος «στοπ» και να μη θέλει να προχωρήσει παραπέρα.

Τι μπορεί να ήταν αυτό που ώθησε σ’ αυτή την απονενοημένη πράξη τον «φιλόσοφο της γεύσης», δεν θα μπορέσει ίσως να μάθει ποτέ κανείς. Κατάθλιψη, ερωτική απογοήτευση, ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας που ακόμα δεν το είχε επικοινωνήσει ούτε στους δικούς του ανθρώπους, αλλά ο ίδιος έτρεμε την εξέλιξή του; ′Η μήπως μια μεγάλη, απέραντη μοναξιά σαν αυτή που συχνά ταλαιπωρεί εκείνους που οι άλλοι αισθάνονται ότι είναι πλήρεις από όλες τις απόψεις, χωρίς αυτό να ισχύει στην πραγματικότητα; Κάτι σαν τους μεγάλους κωμικούς ηθοποιούς που πολλές φορές «ξορκίζουν» τα προσωπικά τους δράματα, μέσα από το πηγαίο κωμικό τους ταλέντο.

Ο Αντονι Μπουρντέν που έφυγε από τη ζωή λίγες ημέρες πριν συμπληρώσει τα 62 χρόνια του, ήταν ένας ωραίος άνθρωπος. Διάσημος σεφ, συγγραφέας και τηλεοπτική προσωπικότητα που έκανε διάσημο τον όρο «foodie» στις αρχές του 21ου αιώνα, μέσω των βιβλίων του και των τηλεοπτικών του εκπομπών. Ενας άνθρωπος που ήθελε να αποκαλύπτει στους τηλεθεατές-αναγνώστες του όλα τα μυστικά της κουζίνας του και να μη τα κρατά για τον εαυτό του.

Ηταν, εξάλλου, ένας εξαιρετικός αφηγητής. Την αγάπη του για τις περιπέτειες, τους νέους φίλους, το καλό φαγητό και ποτό και τις υπέροχες ιστορίες ανά την υφήλιο, είχε την ικανότητα να τις επικοινωνεί με τον καλύτερο τρόπο στο κοινό του.

Αυτό όμως δεν τον έκανε λιγότερο μάστερ στην κουζίνα του. Ηταν πρώτα σεφ και μετά τηλεοπτική προσωπικότητα. Μέσω των τηλεοπτικών του εκπομπών και των βιβλίων του, διερεύνησε την ανθρώπινη ύπαρξη, βοήθησε το κοινό να σκεφτεί διαφορετικά για το φαγητό, τα ταξίδια, ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό. Υποστήριξε τους περιθωριοποιημένους πολιτισμούς και αγωνίστηκε για ασφαλέστερες συνθήκες εργασίας για το προσωπικό των εστιατορίων.

Οι άνθρωποι του ανοίγονταν και κάνοντάς το αυτό, συχνά αποκάλυπταν περισσότερα για τις πατρίδες τους. Κατάφερνε χωρίς κόπο να κάνει αυτό που πάντα ήλπιζε να κάνει ένας κλασικός δημοσιογράφος, αλλά που ελάχιστες φορές το επιτύγχανε.

Στην διάρκεια της μαγειρικής του πορείας του έλαβε σχεδόν κάθε βραβείο που η βιομηχανία του φαγητού είχε να προσφέρει. Αποδεχόμενος τα βραβεία του, ο Μπουρντέν περιέγραφε και τον τρόπο προσέγγισής της εκπομπής του.

«Θέτουμε πολύ απλά ερωτήματα: Τι σε κάνει ευτυχισμένο; Τι τρως; Τι σου αρέσει να μαγειρεύεις; Και σε κάθε μέρος του κόσμου που πηγαίνουμε κάνουμε αυτές τις πολύ απλές ερωτήσεις» έλεγε, προσθέτοντας: «Καταφέρνουμε να παίρνουμε κάποιες πραγματικά εκπληκτικές απαντήσεις».

Το Smithsonian κάποτε τον αποκάλεσε «αληθινό ροκ σταρ» του μαγειρικού κόσμου.

Το 1999 έγραψε ένα άρθρο στους New Yorker με τίτλο «Μην φάτε προτού το διαβάσετε αυτό» ( Don’t Eat Before Reading This), που έγινε παγκόσμιο best seller το 2000 σε ένα βιβλίο με τίτλο «Kitchen Confidential: Adventures in the Culinary Underbelly» («Κουζίνα Εμπιστευτικό: Περιπέτειες στο Μαγειρικό Υπογάστριο»).

Το βιβλίο αυτό τού άνοιξε τις πόρτες για το διεθνές σετ.

Αρχικά έγινε παρουσιαστής της εκπομπής «A Cook’s Tour» στο Food Network και στη συνέχεια μετακόμισε στην εκπομπή «Anthony Bourdain: No Reservations» στο Travel Channel. Η εκπομπή αυτή έγινε παγκόσμια επιτυχία, χαρίζοντάς του δύο βραβεία Emmy, και πάνω από 10 υποψηφιότητες.

Στην τηλεοπτική σειρά του μπορούσε να βρεθεί να πίνει μπίρα με τον Μπαράκ Ομπάμα στο Ανόι ή με τον Iggy Pop στο Μαϊάμι.

Αυτό το συναπάντημά τους στο Ανόι επέλεξε να θυμηθεί νοσταλγικά και ο πρώην Αμερικανός πρόεδρος στο «αντίο» του προς τον μεγάλο σεφ: «Χαμηλά πλαστικά σκαμνιά, φθηνά αλλά νόστιμα ζυμαρικά, κρύα μπύρα του Ανόι. Ετσι θα θυμάμαι τον Τόνι. Μας δίδαξε για το φαγητό, αλλά το πιο σημαντικό, για την ικανότητά του να μας φέρνει κοντά. Για να μας κάνει λίγο λιγότερο φοβισμένους μπροστά στο άγνωστο. Θα μας λείψει».

Η τάση του Μπουρντέν για ακόμα μεγαλύτερη απολαυστική τελειότητα τον οδήγησε στις κουζίνες σπουδαίων σεφ, μερικούς από τους οποίους λάτρεψε, ενώ τον έκανε να θαυμάζει λογοτέχνες και ποιητές. Σε κάποια συνέντευξή του είχε πει ότι ως απόλυτο πρότυπό του είχε τον Λόρδο Βύρωνα, ενώ σε άλλα κείμενα έγραφε ότι δεν θα ήταν αυτό που όλοι ήξεραν, αν δεν είχε διαβάσει Τζορτζ Οργουελ.

Φαίνεται ότι οι διανοούμενοι γονείς του -η μητέρα του ήταν επιμελήτρια σε εκδοτικούς οίκους και ο πατέρας του διευθυντής τμήματος κλασικής μουσικής στην Columbia Records- μετέδωσαν στο παιδί τους την ανάγκη για σεβασμό στη δύναμη του πνεύματος. Ακόμα και οι γεύσεις για τον Μπουρντέν περνούσαν μέσα από το φίλτρο της παγκόσμιας κουλτούρας.

Ο ίδιος ο Μπουρντέν είχε αναλύσει την κοσμοθεωρία του σχετικά με αυτή την ικανότητα να φέρνει κοντά του τους ανθρώπους από διαφορετικές κουλτούρες αλλά και να συνθηκολογεί ο ίδιος μαζί τους: «Είμαι περήφανος για το γεγονός πως έχω δειπνήσει με ποικίλους ανθρώπους όλα αυτά τα χρόνια, από υποστηρικτές της Χεζμπολάχ, κομμουνιστές, ακτιβιστές κατά του Πούτιν, καουμπόηδες, μαστουρωμένους, ηγέτες χριστιανικής πολιτοφυλακής, φεμινίστριες, Παλαιστίνιους και Ισραηλινούς. Σου αρέσει το φαγητό και είσαι ευγενικός στο τραπέζι; Μου δείχνεις φιλοξενία στο ταξίδι μου; Τότε θα καθίσω μαζί σου και θα φάω ένα κομμάτι ψωμί», είχε πει κάποτε.

H Ελλάδα δεν ήταν δυνατό να λείψει από τις παραστάσεις του ανά τον κόσμο. Αν και είχε αποκαλύψει πως παλαιότερα είχε επισκεφθεί τη χώρα μας και δεν είχε ενθουσιαστεί με το φαγητό, αποφάσισε να δώσει μια δεύτερη ευκαιρία στην ελληνική γαστρονομία και επισκέφθηκε για τις ανάγκες της εκπομπής του την πανέμορφη Νάξο. Αυτή η επίσκεψη ήταν αρκετή για να του αλλάξει γνώμη…

Ξαφνικά φωτογραφίες με ούζο, μπίρες, ελληνικά εδέσματα και το απέραντο γαλάζιο γέμισαν τη σελίδα του στο Instagram. Ηταν πλέον ξεκάθαρο ότι ο διάσημος σεφ είχε ερωτευθεί τη χώρα μας.

Σε βίντεο που ήρθε στη δημοσιότητα μετά τα γυρίσματα, ο ίδιος φαίνεται να λέει «γεια» στους ντόπιους, να δοκιμάζει κατσίκι με πατάτες φούρνου και να ενθουσιάζεται με τη σάλτσα, λέγοντας την ίδια στιγμή στις γιαγιάδες του χωριού «γεια μας» με ένα ποτηράκι με ρακί.

Στο δεύτερο βίντεο από τα γυρίσματα της Νάξου, ο σεφ φαίνεται να ξεκουράζεται σε μια από τις πανέμορφες παραλίες της Νάξου, όπου μαζί με μία παρέα Ελλήνων απόλαυσε μπίρες και έψησε ψάρια στο ηλιοβασίλεμα. «Το φαγητό πραγματικά σε κάνει ευτυχισμένο, ε;», τον είχε ρωτήσει τότε μία Ελληνίδα. «Ναι, φυσικά», είχε απαντήσει ο σεφ χαμογελώντας.

I cooked. Greek money shot end of ep #Naxos

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη anthonybourdain (@anthonybourdain) στις

#Blue #Naxos

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη anthonybourdain (@anthonybourdain) στις

Ο Αντονι Μπουρντέν έμοιαζε πως είναι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος. Ελεγε ότι κάνει την καλύτερη δουλειά του κόσμου, είχε φήμη και δόξα. Ομως, για ορισμένες διασημότητες φτάνει κάποτε η στιγμή που δεν μπορούν να το διαχειριστούν όλο αυτό. «Γονατίζουν» μέσα από την αυτοαμφισβήτηση της προσωπικής τους αξίας, καθώς η αυτοεκτίμησή τους εξαρτάται και πρέπει να ανατροφοδοτείται συνεχώς από τους φανς τους. Ισως να μη το άντεξε αυτό. Επέλεξε να αυτοκτονήσει στη Γαλλία, την χώρα καταγωγής του πατέρα του.

«Το σώμα μας δεν είναι ναός. Είναι πάρκο ψυχαγωγίας. Απολαύστε τη βόλτα», έλεγε συχνά, αποκαλύπτοντας το «μότο» της ζωής του. Αυτό προφανώς έκανε και ο ίδιος. Απόλαυσε τη βόλτα, χωρίς να ενδιαφέρεται για τον προορισμό.

ΕΥΘΕΩΣ με τον Γιώργο Χαλά Γιώργος Χαλάς