21 C
Athens

Ο πρωταθλητισμός είναι τέχνη… Και δεν είναι για όλους

Οι 173 βαθμοί που χωρίζουν τον Ολυμπιακό από τους τρεις βασικούς αντιπάλους του, μόνο την τελευταία τριετία, περιγράφουν γλαφυρά το τοπίο στο ελληνικό ποδόσφαιρο που ορίζει απόλυτα ο Αυτοκράτοράς του. Γράφει ο Παναγιώτης Γκαραγκάνης

«Ο χειρότερος Πρωταθλητής της τελευταίας τουλάχιστον εικοσαετίας» (ναι, κάπως έτσι γράφτηκε) τερμάτισε στην κορυφή της Super League με 83 βαθμούς και 25 νίκες σε 36 αγώνες (25-8-3), κατακτώντας το 47ο Πρωτάθλημα της ιστορίας του.

Με 19 βαθμούς περισσότερους και 6 νίκες παραπάνω από «τον καλύτερο δευτεραθλητή όλων των εποχών», που έχει ένα Πρωτάθλημα Ελλάδας τα τελευταία 37 χρόνια και μόλις τρία συνολικά στην ιστορία του.

Με 22 βαθμούς περισσότερους και 7 νίκες παραπάνω από «την καλύτερη ομάδα των πλέι-οφ» που έχει 2 Πρωταθλήματα Ελλάδας τα τελευταία 26 χρόνια (και 27 λιγότερα από τον Ολυμπιακό) και τελικά τερμάτισε στην 4η θέση, ενώ εξασφάλισε την ευρωπαϊκή έξοδο ύστερα από μία πενταετία. Όπου Ευρώπη, βάλτε την τρίτη διοργάνωση σε ιεραρχία και τα προκριματικά της.

Με 27 βαθμούς περισσότερους και 9 νίκες παραπάνω από «την ομάδα που τη σεζόν 2017/18 έκανε μόνο την αρχή», αλλά μετράει μόλις ένα Πρωτάθλημα Ελλάδας από το 1994 μέχρι σήμερα. Φέτος, μετά κόπων και βασάνων, κατετάγη 5η και έμεινε εκτός Ευρώπης. Και από τότε, φυσικά, ούτε έχει κατακτήσει άλλον τίτλο ούτε έχει κερδίσει τον Ολυμπιακό σε 15 διαδοχικούς αγώνες (0-4-11).

Αυτό που κάνει ο Ολυμπιακός δεν είναι απλό. Ο πρωταθλητισμός δεν είναι για όλους. Δεν είναι εύκολο για μία ομάδα να τερματίζει πρώτη σε ένα μαραθώνιο σχεδόν κάθε χρόνο. Από τις συνολικά 86 διοργανώσεις στο ελληνικό ποδόσφαιρο, ο Θρύλος έχει κατακτήσει τις 47. Με τρία συνεχόμενα και 22 Πρωταθλήματα Ελλάδας τα τελευταία 26 χρόνια. Το επίτευγμα είναι ιστορικό. Δεν υπάρχει άλλη ομάδα στον Πλανήτη με αυτόν τον απολογισμό.

Ο πρωταθλητισμός είναι στο «αίμα» του Ολυμπιακού. Ρέει με αφθονία στις φλέβες του κορυφαίου πολυαθλητικού οργανισμού της Ελλάδας και όχι μόνο. Ο πρωταθλητισμός είναι τέχνη και δεύτερη φύση του συλλόγου. Προφανώς, το επίπεδο της ποιότητας του ποδοσφαίρου που έπαιξε η ομάδα στη σεζόν 2021/22 δεν ήταν υψηλό και δεν θα μείνει στην ιστορία, αλλά οι Ερυθρόλευκοι ήταν ανώτεροι και η τροπαιοθήκη μεγαλώνει με τίτλους. Τι πρέπει να «πουν» και οι άλλες ομάδες που δεν διεκδίκησαν ούτε κατά διάνοια, έστω και για λίγο, το Πρωτάθλημα… Η ιστορία γράφεται με τρόπαια.

Ακόμα και στις τέσσερις σεζόν όπου ο Ολυμπιακός είχε βρεθεί μακριά από την κορυφή, από το 1996 μέχρι το 2022, ήταν κοντά μέχρι το τέλος και η βαθμολογική απόσταση (σε γενικές γραμμές) φυσιολογική. Την αγωνιστική περίοδο 2003/04 ήταν μόλις 2 βαθμοί (77 ο Παναθηναϊκός, 75 ο Ολυμπιακός, με το λεγόμενο «Δούρειο» Πρωτάθλημα) και το 2009/10 η διαφορά ήταν 6 βαθμοί (70 ο Παναθηναϊκός, 64 ο Ολυμπιακός, γνωστό και ως Πρωτάθλημα της… μπουγάδας). Από εκεί και πέρα, στα χρόνια της δήθεν εξυγίανσης («χοντρικά» από το 2016 έως σήμερα), ο Ολυμπιακός έχει κατακτήσει τέσσερις τίτλους, χάνοντας δύο: τη σεζόν 2017/18 από την ΑΕΚ (τερμάτισε 1η με 70 βαθμούς και ο Ολυμπιακός 3ος με 57) και το 2018/19 από τον ΠΑΟΚ (80 έναντι 75).

Μετά την κάκιστη σεζόν 2017/18, όπου ο Ολυμπιακός ήταν πρώτος μέχρι τις αρχές Ιανουαρίου του 2018, αλλά κατέρρευσε μετά την ανεξήγητη απομάκρυνση του Τάκη Λεμονή, επέστρεψε στις ποδοσφαιρικές αρχές του εκείνο το καλοκαίρι. Η ιστορία είναι γνωστή. «Χτίστηκε» μία ομάδα από την αρχή και η επιλογή του Πέδρο Μαρτίνς αποδείχθηκε η κατάλληλη και παρά την απώλεια του Πρωταθλήματος στην πρώτη σεζόν του Πορτογάλου, ο Βαγγέλης Μαρινάκης στήριξε το πρότζεκτ και δικαιώθηκε.

Δύο χρόνια χωρίς Πρωτάθλημα είναι πολλά για τον Ολυμπιακό και την τελευταία τριετία ο σύλλογος έχει επιστρέψει στην κανονικότητα. Στη δική του, ξεχωριστή, κανονικότητα. Σταθερή διοίκηση υπάρχει, όπως και οικονομική ευημερία, αλλά το πιο σημαντικό στοιχείο και πλεονέκτημα από όλα τα υπόλοιπα είναι ένα: ο Θρύλος είναι γεννημένος Πρωταθλητής.

Παρατηρούμε την τεταμένη κατάσταση που επικρατεί στην ΑΕΚ τις τελευταίες ημέρες, με τους οπαδούς της ομάδας να «βράζουν» μετά την 5η θέση στο Πρωτάθλημα και τον ευρωπαϊκό αποκλεισμό, σε μία χρονιά όπου ετοιμάζονται να μπουν σε νέο γήπεδο. Βλέπουμε τον «αιώνιο» αντίπαλο να παραμένει εδώ και 12 χρόνια χωρίς Πρωτάθλημα (και να πανηγυρίζει αδιάφορες νίκες στο -22) και τον ΠΑΟΚ να αρκείται μονίμως στα μεγάλα λόγια που δεν δικαιολογούνται σε καμία περίπτωση από το μικρό παλμαρέ του.

Η πραγματικότητα είναι πως ο Παναθηναϊκός έχει 66 λιγότερους βαθμούς από τον Ολυμπιακό την τελευταία τριετία (από 22 λιγότερους κάθε σεζόν), ενώ την τελευταία δωδεκαετία επί εποχής Βαγγέλη Μαρινάκη και δικής του πρωταθληματικής ανομβρίας μόνο τη σεζόν 2011/12 είχε μονοψήφια διαφορά από τον Θρύλο. Απόσταση 7 βαθμών. Διαδοχικά, από την αγωνιστική περίοδο 2010/11, οι Πράσινοι έχουν βρεθεί στο -13, -7, -37, -20, -22, -12, -30, -10, -25, -39, -22, -22 και -22 από τους Ερυθρόλευκους. Μιλάμε για 281 λιγότερους βαθμούς από τον Ολυμπιακό, σε βάθος δωδεκαετίας, με τον Παναθηναϊκό να τερματίζει κατά σειρά 2ος, 2ος, 6ος, 4ος, 2ος, 2ος, 3ος, 11ος, 8ος, 4ος, 5ος, 4ος!

Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στον αθλητισμό και είναι πέρα για πέρα ακριβές, το δύσκολο δεν είναι να φτάσει κάποιο άτομο η μία ομάδα στην κορυφή, αλλά να παραμείνει εκεί. Και ο Ολυμπιακός έχει αποδείξει ότι διαθέτει την έμφυτη ικανότητα να νικά και να κατακτά, αλλά και ανταπεξέρχεται και να ανακάμπτει άμεσα όταν προκύπτουν ζόρικες καταστάσεις. Οι Ερυθρόλευκοι πέρασαν και αυτοί τα δύσκολα χρόνια τους, αλλά αποτέλεσαν την εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Η διάρκεια και οι τίτλοι είναι οι βασικοί παράγοντες που καθιερώνουν μία ομάδα στη συνείδηση του κόσμου.

Το 2018, η ΑΕΚ κατέκτησε το Πρωτάθλημα για πρώτη φορά ύστερα από 24 χρόνια (έχοντας βιώσει και τον οδυνηρό υποβιβασμό στην τρίτη κατηγορία, σε αυτό το διάστημα), αλλά τέσσερα έτη μετά η είσοδος στο νέο της γήπεδο δεν φαίνεται να αρκεί και οι οπαδοί της βάλλουν σφόδρα κατά του ιδιοκτήτη Δημήτρη Μελισσανίδη. Έκτοτε, κατά σειρά, η «Ένωση» τερμάτισε 3η (στο -23 από την κορυφή και το -18 από τον 2ο Ολυμπιακό), 3η (στο -15 από τον Ολυμπιακό), 3η (στο -19 από τον Ολυμπιακό) και 5η (στο -27 από τον Ολυμπιακό).

Το 2019, ο ΠΑΟΚ κατέκτησε το Πρωτάθλημα για πρώτη φορά ύστερα από 34 χρόνια, αλλά τρία έτη μετά ο Ιβάν Σαββίδης διοικεί (;) από το μακρινό Ροστόβ και η ομάδα του τερμάτισε κατά σειρά 2η (στο -7 από τον Ολυμπιακό), 4η (στο -20 από τον Ολυμπιακό) και 2η (στο -19 από τον Ολυμπιακό). Μόνο την τελευταία τριετία, η βαθμολογική διαφορά των Ερυθρόλευκων από τους βασικούς αντιπάλους του είναι στο +46 από τον ΠΑΟΚ, +61 από την ΑΕΚ και +66 από τον Παναθηναϊκό. Μιλάμε για 173 βαθμούς στο σύνολο!

Όπως γίνεται αντιληπτό, οι δύο «Δικέφαλοι» πίστεψαν πως μετά την επιστροφή τους στους τίτλους ύστερα από απουσία πολλών ετών, θα ήταν εύκολο να διατηρηθούν στην κορυφή. Αποδείχθηκαν, όμως, «πυροτεχνήματα». Όσο για τον Παναθηναϊκό, πιστεύει πως θα λυθούν όλα δια μαγείας αν χτίσει γήπεδο (αν τού χτίσουν, βασικά), αλλά έχει φτάσει στο σημείο να πανηγυρίζει αδιάφορες νίκες σε ντέρμπι, την ώρα που έχει ξεχάσει και ο ίδιος πότε κατέκτησε το τελευταίο του Πρωτάθλημα και πότε έπαιξε για τελευταία φορά στην Ευρώπη. Χρειάζονται επενδύσεις, ανταγωνιστικοί προπονητές και παίκτες. Χρειάζεται όραμα, τεχνογνωσία, διάρκεια, φανέλα… Δεν υπάρχει μαγικό ραβδί στον αθλητισμό. Ή και αν υπάρχει, κρατάει για λίγο. Ο πρωταθλητισμός είναι δύσκολο «σπορ» και οι Ερυθρόλευκοι αντέχουν στην πίεση. «Τρέφονται» από αυτή και τα τρόπαια. Διαθέτουν την πιο βαριά φανέλα στην Ελλάδα και ζουν όλα όσα οι άλλοι μπορούν μόνο να ονειρευτούν.

Ο Ολυμπιακός είναι υποχρεωμένος να συνεχίσει να διεκδικεί και να κατακτά τίτλους. Να ενισχύσει ακόμα περισσότερο την ομάδα του ενόψει της νέας σεζόν και να βελτιώσει την ποιότητα του ποδοσφαίρου που αποδίδει, αλλά έχοντας πάντα ως βάση την ουσία. Την κατάκτηση του Πρωταθλήματος και του Κυπέλλου. Όπως έχω γράψει επανειλημμένα, δεν υπάρχει μεγαλύτερο κίνητρο για τον ερυθρόλευκο οργανισμό από το να γράφει το κοντέρ 50 Πρωταθλήματα Ελλάδας, το 2025 (και κατά δεύτερο λόγο, 30 Κύπελλα). Στη συμπλήρωση των θρυλικών 100 ετών από την ίδρυση αυτού του μοναδικού και αξεπέραστου συλλόγου.

ΕΥΘΕΩΣ με τον Γιώργο Χαλά Γιώργος Χαλάς