18.9 C
Athens

Ο θνητός που αρνήθηκε τη θεϊκή του υπόσταση

Θεός και αλήτης. Ευαίσθητος και ψυχρός. Στοργικός και οργισμένος.

Υπάρχουν πολλοί χαρακτηρισμοί που μπορεί να προσδώσει κάποιος στον Μαραντόνα, τον κορυφαίο -κατά πολλούς- ποδοσφαιριστή στην ιστορία του αθλήματος.

Το εκρηκτικό του ταπεραμέντο, το ασυμβίβαστο του χαρακτήρα του, η τάση του στην αυτοκαταστροφή και το πάθος με το οποίο υπερασπιζόταν τον εαυτό του τόσο μέσα στο γήπεδο, όταν έπρεπε να αποφύγει τρεις και τέσσερις παίκτες που πήγαιναν καταπάνω του, όσο και έξω από αυτό όταν ύψωνε «ασπίδα» στον εαυτό του προκειμένου να τον υπερασπιστεί για τις επιλογές του, θα μας φέρνουν για πάντα στη μνήμη τον άνθρωπο που αρνήθηκε τη θεϊκή του υπόσταση επαναστατώντας απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό.

Γεννημένος και μεγαλωμένος σε φτωχογειτονιές, πάλεψε από τα παιδικά του χρόνια για να επιβιώσει για να αποδειχτεί τελικά λίγο αργότερα ότι ήρθε στη γη με τον ρόλο του «μεσσία», αφού κατάφερε να οδηγήσει ένα ολόκληρο έθνος στη Γη της επαγγελίας όταν το 1986 παρέσυρε την Αργεντινή στην κορυφή του ποδοσφαιρικού πλανήτη, κερδίζοντας το Μουντιάλ του Μεξικό. Για να συμβεί αυτό, στα προημιτελικά απέκλεισε την Αγγλία, μια χώρα που λίγα χρόνια πριν είχε ταπεινώσει την πατρίδα του στον πόλεμο για τα νησιά Φώκλαντ. Και το έκανε με τρόπο εμφατικό, δίνοντας χαρά σε εκατομμύρια συμπατριώτες του μάλιστα σε μια εποχή που το ηθικό τους ήταν «τσακισμένο».

Επαναστάτης, ξεροκέφαλος, αθυρόστομος, αμετανόητος και κυνικός: «Ναι, τσακώθηκα με τον Πάπα. Τσακώθηκα επειδή ήμουν στο Βατικανό και είδα χρυσές στέγες, και μετά άκουσα τον Πάπα να λέει ότι η Εκκλησία ανησυχούσε για τα φτωχά παιδιά. Τότε πούλα τις στέγες φίλε, κάνε κάτι». Σε αυτή του τη φράση συνοψίζει τα συναισθήματα που χάρισε στις φτωχογειτονιές του Μπουένος Άιρες και της Νάπολη. Εκεί που βρήκε φτώχεια και σκυμμένα κεφάλια και όταν έφυγε άφησε μόνο χαμόγελα και περηφάνεια.

Με αυτό του τον επαναστατικό χαρακτήρα κατάφερε ακόμα και να διχάσει τους Ιταλούς στο Μουντιάλ του 1990, όταν στον ημιτελικό η Αργεντινή αντιμετώπισε την Ιταλία, με τον ίδιο να λέει πριν τον αγώνα ότι «Δεν μπορώ να τους ζητήσω να μας υποστηρίξουν (εννοώντας τους Ιταλούς οπαδούς) φυσικά, ζητώ όμως να μας σεβαστούν. Πρέπει η υπόλοιπη Ιταλία να γνωρίζει ότι οι Ναπολιτάνοι είναι εξίσου Ιταλοί μ’ αυτούς». Οι Ναπολιτάνοι που είχαν πλημμυρίσει το γήπεδο είχαν χειροκροτήσει τελικά την Αργεντινή που πήρε την πρόκριση στα πέναλτι!

Η παρουσία του και η επιδραστικότητα του στις δύο πόλεις που πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής και της καριέρας του ήταν τέτοια, που τον κατέστησε στις συνειδήσεις των ανθρώπων ως ένα ήρωα με θεϊκές δυνάμεις, κάτι που τελικά ίσως και να οδήγησε πολλούς στο να τον απομυθοποιήσουν, να τον κατηγορήσουν και να τον κατακρίνουν για τη ζωή του εκτός γηπέδων, αφού όλοι παρέβλεπαν το γεγονός ότι ήταν απλά ένας άνθρωπος. Μπορεί το χάρισμα που είχε με την μπάλα στα πόδια να ήταν όντως θεϊκό, όμως όταν έσβηναν οι προβολείς και το σόου τελείωνε, ξεκινούσε η ανθρώπινή του υπόσταση, παραδομένη σε ένα χαρακτήρα σφυρηλατημένο μέσα στη φτώχεια και την επιβίωση, την τρέλα και την αλητεία.

Μια υπόσταση που βρισκόταν σε ένα διαρκή πόλεμο ανάμεσα στη δημόσια εικόνα και τα προσωπικά πάθη, τη δύναμη που του χάριζε το ποδόσφαιρο και την αδυναμία που του προκαλούσαν οι καταχρήσεις.

Στα 60 του χρόνια, ήρθε η στιγμή που έπρεπε να τα αφήσει όλα αυτά πίσω και να ξεκινήσει το μεγάλο ταξίδι. Το πόσο σημαντικός υπήρξε για τα έργα του το μαρτυρούν οι εκδηλώσεις λατρείας στο πρόσωπό του. Στην Αργεντινή όταν πέθανε είχε κηρυχθεί τριήμερο πένθος και η σωρός του βρέθηκε σε κυβερνητικό κτίριο για λαϊκό προσκύνημα, στο νότο της Ιταλίας ο κόσμος έκανε ολονυχτίες, ενώ σε ολόκληρο τον πλανήτη τα μηνύματα για το χαμό του και οι εκδηλώσεις λατρείας είχαν σκεπάσει μέχρι και την πανδημία του κορωνοϊού.

Πέθανε στις 25 Νοεμβρίου του 2020. Ακριβώς τέσσερα χρόνια μετά τον καλό του φίλο, και «πατέρα» του όπως δήλωνε, Φιντέλ Κάστρο. Το ιατρικό ανακοινωθέν έγραφε ότι τον πρόδωσε η καρδιά του. Η αλήθεια είναι ότι είχε παραδοθεί σε αυτή, αρκετά χρόνια πριν.

Ο Ντιέγκο Μαραντόνα θα μπορούσε να ζήσει σαν Θεός. Όμως ο κόσμος τον αγάπησε επειδή σε κάθε του ανάσα αποτελούσε παράδειγμα ότι καθένας μπορεί να γίνει σημαντικός. Η ανθρώπινή του πλευρά μπορεί να τον σκότωσε, όμως τελικά ίσως ήταν και αυτή που τον κατέστησε αθάνατο…

ΕΥΘΕΩΣ με τον Γιώργο Χαλά Γιώργος Χαλάς