20.5 C
Athens

Συνέντευξη Κάσμαρτσικ: «Ο Ολυμπιακός μπορεί να κάνει το τρεμπλ»

Ο πρώην προπονητής του Φοίνικα Σύρου Όσκαρ Κάσμαρτσικ, σε συνέντευξη που παράχωρησε στο FWS μιλάει για τον πασαδόρο του Ολυμπιακού Τερβαπόρτι, για την επιθυμία του να αναλάβει την Εθνική Ελλάδας και αποκαλύπτει γιατί δεν συνέχισε στον πάγκο του Φοίνικα

Την περασμένη σεζόν ο Φοίνικας Σύρου ολοκλήρωσε μία από τις πιο επιτυχημένες χρονιές στην ιστορία του, τερματίζοντας στην 3η θέση πίσω από Ολυμπιακό και ΠΑΟΚ. «Μαέστρος» αυτής της επιτυχίας ήταν ο Όσκαρ Κάσμαρτσικ: Ο Πολωνός τεχνικός επέλεξε τον Φοίνικα για να κάνει το μεγάλο βήμα ως πρώτος προπονητής, αφού μέχρι να έρθει στη χώρα μας μεταξύ άλλων, δούλεψε ως βοηθός του Φερντινάρντο Ντι Τζόρτζι στον πάγκο της Εθνικής Πολωνίας. Μαζί πανηγύρισαν τον τίτλο των Παγκόσμιων Πρωταθλητών το 2014.

Ο Πολωνός προπονητής που το καλοκαίρι εργάστηκε στην Εθνική Φινλανδίας, άνοιξε τα χαρτιά του στο FWS αναφορικά με την αποχώρησή του από τον Φοίνικα, τις εντυπώσεις του από το ελληνικό πρωτάθλημα, τον Ολυμπιακό, εκφράζοντας παράλληλα την επιθυμία του να βρεθεί κάποια στιγμή στον πάγκο της Εθνική Ελλάδος.

Επιπλέον, μας ανέλυσε το πως η Εθνική Πολωνίας στέφθηκε Παγκόσμια Πρωταθλήτρια για δεύτερη (!) συνεχόμενη φορά και εξηγεί πώς το βόλεϊ έγινε το δημοφιλέστερο άθλημα στη χώρα του.

Αναλυτικά όσα μας είπε:

Για το πως προέκυψε η Εθνική Φινλανδίας: «Ένας φίλος μου, βοηθός στην εθνική ομάδα μου ζήτησε να τον αντικαταστήσω για τα προκριματικά του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος. Δεν το σκέφτηκα πολύ. Το πρότζεκτ μόλις ξεκίνησε, δεν τελείωσε. Μου αρέσει να δουλεύω μ’ αυτούς τους ανθρώπους, μου αρέσει η Εθνική ομάδα».

Για το αν προτιμάει να δουλεύει σε σύλλογο ή Εθνική ομάδα: «Δύσκολη ερώτηση. Μου αρέσει να δουλεύω, ανεξαρτήτως το που. Σίγουρα, το να είμαι προπονητής είναι η πρώτη μου επιλογή, οπότε αν πρέπει να διαλέξω προτιμώ σύλλογο. Είναι πολύ διαφορετικό να δουλεύεις σε Εθνική ομάδα από το να δουλεύεις σε σύλλογο. Είσαι μακριά από το σπίτι σου, ταξιδεύεις πολύ, παίζεις πολλά παιχνίδια αλλά δεν δουλεύεις τόσο στο γυμναστήριο. Μου αρέσουν φυσικά τα ταξίδια κι απ’ αυτή την άποψη το να δουλεύεις σε Εθνική ομάδα είναι υπέροχο».

Για τα δημοσιεύματα που τον ήθελαν να συνεχίζει και φέτος στον Φοίνικα αλλά χάλασε η συμφωνία: «Είναι αλήθεια ότι ήμουν έτοιμος να συνεχίσω στον Φοίνικα και φέτος, το επιθυμούσα πολύ αλλά προσωπικοί λόγοι δε μου το επέτρεψαν. Η οικογένεια μου δε γινόταν να με ακολουθήσει στη Σύρο και δεν μπορούσα να την αφήσω για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Με την ομάδα είχαμε συμφωνήσει και στο οικονομικό κομμάτι, αλλά η οικογένεια είναι πάνω απ’ όλα για μένα. Ήταν δύσκολη απόφαση».



Για το πως αξιολογεί την περσινή πορεία του Φοίνικα και την 3η θέση στο πρωτάθλημα:
«Είμαι τρομερά χαρούμενος για τα αποτελέσματα. Είχαμε κάποια αρνητικά κατά τη διάρκεια της σεζόν αλλά όταν ένας σύλλογος αλλάζει προπονητή δημιουργείται δύσκολη κατάσταση για όλο το κλαμπ, είναι λογικό. Όταν ξεκινήσαμε να παίζουμε καλά, είχαμε προβλήματα τραυματισμών, ειδικά στο τελευταίο τρίμηνο, για παράδειγμα με τον Λινζ. Αναγκαστικά παίζαμε με δύο ξένους και πιστεύω ότι πετύχαμε τα μέγιστα. Οι ημιτελικοί με τον ΠΑΟΚ ήταν φανταστικοί, ήμασταν κοντά να κερδίσουμε, αλλά πιθανώς λόγω μικρού βάθους στο ρόστερ δεν το καταφέραμε. Οι ημιτελικοί μας έδειξαν πως κλείσαμε εξαιρετικά τη χρονιά. Είμαι χαρούμενος για την τελική κατάταξη και το ίδιο πιστεύω ισχύει και για τον Φοίνικα».

Για τους παίκτες που είχε στον Φοίνικα Σύρου: «Δεν ξέρω αν όλοι οι παίκτες στην Ελλάδα είναι καλοί, όμως αυτό που είμαι σε θέση να γνωρίζω είναι πως οι παίκτες που προπονούσα στη Σύρο δούλευαν σκληρά. Προπονούνταν συνεχώς για να γίνουν καλύτεροι. Αυτό σε κάνει να βλέπεις πολλά θετικά πράγματα, παρότι μπορεί να ακούγεται για τη χώρα ότι υπάρχει μια τεμπέλικη νοοτροπία. Συνειδητοποίησα το ακριβώς αντίθετο».

Για τον λόγο που οι Συριανοί αγαπάνε τόσο την ομάδα: «Η Σύρος είναι μια μικρή κοινωνία, και κάθε κοινωνία χρειάζεται κάτι για να είναι περήφανη γι’ αυτό. Η ομάδα είναι ένας λόγος να περηφανεύεται το νησί. Για τους πανηγυρισμούς και τέτοιου είδους «ξεσπάσματα» εφευρέθηκαν τα αθλήματα. Το ποδόσφαιρο κοστίζει πολύ περισσότερο κι είναι δύσκολο να έχεις μια υψηλού επιπέδου ομάδα. Το βόλεϊ είναι αλλιώς. Η Σύρος είναι το κατάλληλο μέρος για το άθλημα. Ο κόσμος πάει στο γήπεδο, γεμίζει θετικά συναισθήματα, ειδικά στις νίκες. Όταν η ομάδα σου χάνει, έχεις αρνητικά συναισθήματα, αλλά χρειάζονται κι αυτά στον αθλητισμό».

Για το κύριο πρόβλημα που αντιμετωπίζει σε οργανωτικό επίπεδο το βόλεϊ στην Ελλάδα και αν θα άλλαζε κάτι: «Ως προπονητής σε πάγκο ομάδας, το δυσκολότερο πρόβλημα που αντιμετώπισα στην Ελλάδα είναι ότι δεν υπάρχει σαφές πρόγραμμα για το πότε θα γίνουν τα παιχνίδια. Για παράδειγμα, είναι Τετάρτη και δεν ξέρεις τι ώρα θα παίξεις το Σάββατο. Είναι παράξενος ο τρόπος οργάνωσης του πρωταθλήματος. Για τους φιλάθλους καταλαβαίνω ότι μπορεί να μην είναι θέμα, ίσως γιατί στην Ελλάδα τα πράγματα είναι ρευστά και ο κόσμος προσαρμόζεται. Για μένα που είμαι προπονητής δεν είναι εύκολο, ειδικά όταν θέλω να σχεδιάζω κάποια πράγματα στις προπονήσεις. Μερικές φορές, έπρεπε να αναδιαμορφώσω το πρόγραμμα. Αν θες να εξελίξεις την τακτική, τις ικανότητες και την ποιότητα μιας ομάδας χρειάζεσαι τάξη, οργάνωση στο πρόγραμμα. Είναι δύσκολο, ειδικά για μια ομάδα σαν τον Φοίνικα που πρέπει να ταξιδεύει με πλοίο για τα παιχνίδια. Αν μπορούσα να αλλάξω κάτι, αυτό θα ήταν, γιατί για μένα αυτό είναι το κύριο πρόβλημα του πρωταθλήματος».

Για τις εντυπώσεις του από το ελληνικό πρωτάθλημα κι αν εξακολουθεί να το παρακολουθεί: «Πρώτα απ’ όλα να πω πως μου άρεσε πολύ το ελληνικό πρωτάθλημα. Μπορεί στην Ελλάδα να μην υπάρχουν γήπεδα επτά ή οκτώ χιλιάδων θέσων, όμως, το επίπεδο είναι πολύ καλό. Στην Πολωνία, στη Ρωσία ή στην Ιταλία οι παίκτες υπερέχουν σε φυσικά προσόντα κι αυτή είναι η κύρια διαφορά των ελληνικών ομάδων με τις κορυφαίες αυτών των πρωταθλημάτων. Ωστόσο, σε κάθε παιχνίδι στην Ελλάδα πρέπει να δίνεις το 100% για να κερδίσεις. Στις τελευταίες τρεις αγωνιστικές την περσινή χρονιά, τρεις ομάδες μάχονταν για να μην είναι στα πλέι άουτ κι αυτό από μόνο του δείχνει πόσο πρέπει να παλέψεις για να πάρεις τα παιχνίδια. Αυτό μου άρεσε πάρα πολύ, ότι οι ομάδες βρίσκονταν σε παρόμοιο επίπεδο. Φέτος, παρακολουθώ όσο περισσότερο γίνεται, υποστηρίζοντας τον Φοίνικα. Ο Ολυμπιακός έχει επίσης ενδιαφέρον για μένα λόγω του Φινλανδού πασαδόρου του, Τερβαπόρτι».

Για τον φετινό Ολυμπιακό και τους συνδιεκδικητές του τίτλου: «Ο Ολυμπιακός είναι ακόμα η κορυφαία ομάδα στην Ελλάδα, αλλά βλέποντας τον φετινό ΠΑΟΚ για παράδειγμα, θεωρώ πως οι μεταξύ τους διαφορές είναι μικρότερες από αυτές της περσινής σεζόν.

Βλέποντας τις αλλαγές που έχει κάνει ο ΠΑΟΚ, πιστεύω έχει καλύτερη ομάδα από την περσινή. Έχουν καλό πασαδόρο και διαγώνιο. Επίσης ο Παναθηναϊκός και η ΑΕΚ έχουν καλές ομάδες και μπορούν να κάνουν εκπλήξεις. Όμως, εξακολουθώ να θεωρώ πως ο Ολυμπιακός είναι η καλύτερη ομάδα, ικανότατη να κατακτήσει τους τρεις τίτλους στην Ελλάδα. Στα χαρτιά τουλάχιστον. Δεν θα είναι τόσο εύκολα τα πράγματα για τον Ολυμπιακό φέτος».



Για το τι έφταιξε και δεν κατέκτησε το
CEV Cup στον τελικό με τη Ραβένα: Το αρνητικό για τον Ολυμπιακό πέρσι ήταν ότι κέρδιζαν πολύ εύκολα στο πρωτάθλημα. Όταν ήρθε το καθοριστικό σημείο της σεζόν, ο τελικός με τη Ραβένα, δεν ήταν έτοιμοι επειδή δεν είχε χρειαστεί να κάνουν τρομερά παιχνίδια στο πρωτάθλημα. Κάθε επιτυχημένη ομάδα χτίζεται από τις δύσκολες, όχι τις εύκολες στιγμές. Αν κερδίζεις 3-0 σετ στο κάθε παιχνίδι, δεν θα είσαι έτοιμος για το πιο δύσκολο παιχνίδι στη σεζόν. Ήταν ο λόγος που δεν κέρδισαν τον ευρωπαϊκό τίτλο. Στο ιταλικό πρωτάθλημα ο βαθμός δυσκολίας είναι μεγαλύτερος. Ήταν όμως πρόβλημα συνολικό του ελληνικού πρωταθλήματος, όχι τόσο λάθος του Ολυμπιακού που είχε φτιάξει εξαιρετική ομάδα».

Για τον νέο πασαδόρο του Ολυμπιακού Έμι Τερβαπόρτι (παίκτης του στην Εθνική ομάδα) και τα αγωνιστικά χαρακτηριστικά του σε σύγκριση με τον περσινό πασαδόρο των ερυθρόλευκων Φαμπιάν Ντρζίζγα: «Είναι πολύ καλός παίκτης με καλή επαφή με τη μπάλα. Το χαρακτηριστικό του είναι ότι παίζει πολύ γρήγορα, είναι έμπειρος κι έχει καταπληκτικό σέρβις. Θα βοηθήσει πολύ τον Ολυμπιακό. Με τον Ντρζίζγα έχουν αρκετές ομοιότητες: Η τεχνική και η επαφή που έχουν με τη μπάλα, τους έχει κάνει να συγκαταλέγονται στους κορυφαίους πασαδόρους του κόσμου. Η διαφορά είναι πως ο Ντρζίζγα έχει κατακτήσει περισσότερους τίτλους, έχει μεγαλύτερη εμπειρία και έκανε πάντα προπονήσεις σε υψηλότερη ένταση περνώντας πολλές ώρες στο γυμναστήριο. Ο Τερβαπόρτι από την πλευρά του είναι πολύ ανοιχτός σαν άνθρωπος, κάτι που τον κάνει να είναι πολύ καλός για το σύλλογο και για τους συμπαίκτες του».



Για το πως αξιολογεί τον νέο διαγώνιο του Ολυμπιακού Γκάβιν Σμιτ:
«Ο Σμιτ είναι πάντα ένας παίκτης ερωτηματικό. Αν είναι καλά στην υγεία του, είναι φανταστικός. Τον ξέρω πάρα πολλά χρόνια και ο συγκεκριμένος είναι ένας από τους καλύτερους διαγωνίους στον κόσμο. Το πρόβλημα για τον ίδιο και παράλληλα το ερωτηματικό για τον Ολυμπιακό είναι το αν θα παραμείνει υγιής και σε καλή κατάσταση καθ’ όλη τη διάρκεια της σεζόν. Για μένα πέρσι ο Ράουβερντινκ έπαιξε φανταστικά, και παραμένει, οπότε αυτό είναι το θετικό».

Για τους παίκτες που θα παρακολουθεί περισσότερο στο φετινό πρωτάθλημα: «Όλους μου τους παίκτες από τον Φοίνικα (γέλια). Αυτοί ήταν η οικογένεια μου. Εξαιρώντας εκείνους θα πω τους: Πελεκούδα (κεντρικός, Παναθηναϊκός), Κοντοστάθη (λίμπερο, Εθνικό Αλεξανδρούπολης), τον Χαντ (διαγώνιος, Κηφισιά), Ανδρεόπουλο (ακραίος, Παναθηναϊκός), Ραουβέρντινκ (ακραίος, Ολυμπιακός).

Μάλιστα, για τον νεαρό ακραίο του Παναθηναϊκού Δημήτρη Ανδρεόπουλο, συμπλήρωσε: «Είναι πολύ ταλαντούχος, μπορεί να παίξει στο εξωτερικό, στο υψηλότερο επίπεδο».

Για τις εντυπώσεις του από την πρώτη του χρονιά ως πρώτος προπονητής στην Ελλάδα κι αν θα επέστρεφε: «Ποτέ δεν λέω όχι. Δεν περίμενα πως θα βρεθώ εκεί μετά από τέσσερα χρόνια στην Πολωνία, γι’ αυτό και λέω «expect the unexpected». Αν υπήρχε πρόταση από ελληνική ομάδα, όπως για παράδειγμα, από κάποια εντός Αττικής ώστε να υπάρχει δυνατότητα απευθείας πτήσης για την οικογένεια μου θα ήταν ευκολότερο για μένα, αλλά ειλικρινά μου αρέσει και η Σύρος. Αυτό το νησί μου έκλεψε την καρδιά, θέλω να γυρίσω κάποια μέρα. Στη Σύρο χρειάζεται πλοίο και δεν είναι εύκολο για την οικογένεια μου να μεταβεί εκεί. Αν υπήρχε κάποια πρόταση από άλλη ομάδα, θα το σκεφτόμουν σίγουρα. Θέλω να προπονήσω, αλλά θα δεχόμουν εφόσον υπήρχε μια καλή πρόταση. Το θετικό είναι ότι μου άρεσε η χώρα. Τώρα είμαι στην Πολωνία που είναι όλα γκρι, εσείς έχετε υπέροχο καιρό όλο τον χρόνο, φιλόξενους ανθρώπους και χαμογελάτε κάθε μέρα, είναι πολύ όμορφο αυτό.

Την χρονιά που πέρασε θα την θυμάμαι για πάντα. Ήταν η πρώτη μου χρονιά ως πρώτος προπονητής και δεν μου ήταν εύκολο να αναλάβω μεσούσης της σεζόν μια ομάδα που είναι υπό κρίση και να δουλέψω μ’ ένα ρόστερ που δεν γνωρίζω. Ας πούμε ότι η πρώτη μου χρονιά σαν πρώτος προπονητής ήταν διπλά δύσκολη από το αναμενόμενο, αλλά αυτό είναι το ένα κομμάτι. Είμαι πολύ χαρούμενος για αυτή την εμπειρία».



Για την Εθνική Ελλάδος:
«Το καλοκαίρι στο μεσογειακούς αγώνες, είδα δύο παιχνίδια, δεν παρακολούθησα αρκετά λόγω υποχρεώσεων. Τους ακολουθώ γιατί μου αρέσουν οι παίκτες της. Μπορεί να μην είναι η καλύτερη ομάδα στον κόσμο, αλλά σίγουρα είναι πολύ ανταγωνιστική. Θα είμαι ειλικρινής. Μου αρέσει πολύ αυτή η ομάδα Θα ήθελα να προπονήσω κάποια στιγμή αυτή την ομάδα, όσο απίθανο κι αν ακούγεται τώρα. Έχει εξαιρετικούς παίκτες που θα μ’ άρεσε να καθοδηγήσω».



Για το πως οδηγήθηκε η Εθνική Πολωνίας στην κατάκτηση του δεύτερου συνεχόμενου Παγκοσμίου Πρωταθλήματος:
 «Αρχικά, υπήρχε ο Κούρεκ. Ήταν ασταμάτητος, ήταν αυτό που χρειαζόταν η Εθνική. Το δεύτερο ήταν η ατμόσφαιρα στην ομάδα. Ήταν όλοι πολύ κοντά και απολάμβαναν να παίζουν βόλεϊ. Αυτά τα δύο σημεία ήταν το ένα κομμάτι, και το πιο σημαντικό. Παίξαμε υψηλού επιπέδου βόλεϊ με τον Κούρεκ να παίζει φανταστικά στο δεύτερο μέρος του πρωταθλήματος, αν και στο πρώτο δεν ήταν τόσο καλός.

Το δεύτερο κομμάτι ήταν ότι πριν ξεκινήσει η διοργάνωση, η Ρωσία, η Ιταλία, η Γαλλία, οι ΗΠΑ, ήταν φαβορί για την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου. Η Ρωσία ήταν στοίχημα, η Ιταλία δεν έπαιξε τόσο καλά, η Γαλλία ήταν έτι μια φορά απογοητευτική. Δεν έδειξαν έτοιμες γι’ αυτό το τουρνουά. Εμείς παίξαμε καλά. Στη χώρα μου λέμε «ποτέ μην κρίνεις τους νικητές». Κέρδισαν επειδή ήταν οι καλύτεροι. Οι νικητές είναι νικητές. Ήμασταν πολύ ισορροπημένη ομάδα. Υπάρχουν ο Κούρεκ, ο Σάλσπουκ, ο οποίος κατά τη γνώμη μου είναι ο πιο υποτιμημένος παίκτης αυτή τη στιγμή στον κόσμο. Ακόμα κι όταν δεν έπαιζαν καλά βασικοί παίκτες, ο πάγκος έδινε τις λύσεις».

Για τον λόγο που το βόλεϊ είναι το δημοφιλέστερο άθλημα στην Πολωνία: Το άθλημα έγινε αγαπητό, επειδή υπήρχε συνέπεια στις επιτυχίες. Ασφαλώς και άνθρωποι δούλευαν για να οδηγηθούμε σ’ αυτές τις επιτυχίες. Είμαστε μια ανταγωνιστική ομάδα που έπαιζε κόντρα σε Ρωσία, Βραζιλία, όπως το 2006 στο παγκόσμιο πρωτάθλημα στην Ιαπωνία που φτάσαμε στον τελικό. Αγαπήθηκε το βόλεϊ γιατί ο κόσμος ένιωσε περήφανος για την Εθνική ομάδα, επειδή ήμασταν καλοί σε κάτι. Και επειδή ακριβώς ήμασταν καλοί, η κυβέρνηση άρχισε να επενδύει χρήματα για προπονητές, ειδικά σχολεία και προγράμματα για νεαρά ταλέντα. Τώρα το βόλεϊ λειτουργεί σαν μια «μηχανή» εδώ. Δουλεύουμε με νεαρά παιδιά, γι’ αυτό και είμαστε οι καλύτεροι στον κόσμο τη δεδομένη χρονική στιγμή.

Υπάρχει και το ποδόσφαιρο όπου εντάξει, βρεθήκαμε φέτος στο Παγκόσμιο Κύπελλο, έχουμε τον Λεβαντόφσκι, αλλά ποτέ δεν πετύχαμε τρομερά αποτελέσματα. Το πιο σταθερό (σε καλά αποτελέσματα) άθλημα είναι το βόλεϊ, αλλά κανείς δεν ξέρει τι θα γίνει σε 10 χρόνια από τώρα σε περίπτωση που χάνουμε τρόπαια. Σ’ αυτή την περίπτωση, ενδεχομένως το άθλημα να εξαφανιστεί από τη χώρα».

Για το ποιον παίκτη θεωρεί τον πιο ταλαντούχο στην Πολωνία: «Για μένα είναι ο Κοβανόφσκι. Βασικός στην εθνική ομάδα, μας έχει κάνει να παρακολουθουμε την εξέλιξη του, έχει όμως κάποιες αδυναμίες σε φυσικό επίπεδο. Δεν ξέρω αν μπορεί να φτάσει στην κορυφή του κόσμου. Το πρόβλημα είναι ότι το πρωτάθλημα στην Πολωνία είναι τόσο υψηλό που νεαροί παίκτες δεν βρίσκουν χώρο να παίζουν. Οι μεγάλες ομάδες έχουν τουλάχιστον τέσσερις ξένους να παίζουν βασικοί. Αναγκαστικά προσπαθούν να παίζουν μακριά από τη χώρα».

Για τους στόχους που θέλει να εκπληρώσει στο μέλλον: «Να κερδίσω τους Ολυμπιακούς αγώνες. Έχω κερδίσει μετάλλιο σε Παγκόσμιο κι Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα, κι έχω χρόνια ακόμα να το πετύχω αυτό. Δεν πιέζομαι για το που πρέπει να πάω να δουλέψω, βρίσκω αχρείαστη αυτού του είδους την πίεση. Δεν θέλω μόνο να σπαταλώ τον χρόνο μου. Θέλω να διαβάζω πολύ, να βλέπω πολλά παιχνίδια, να παρακολουθώ παίκτες  που έχω συνεργαστεί, να μαθαίνω φινλανδικά για την Εθνική ομάδα. Να μαθαίνω διαρκώς».

Μας αποκάλυψε πως παρακολουθεί και ποδόσφαιρο, κάνοντας πρόβλεψη για το ποια ομάδα θα κατακτήσει το Τσάμπιονς Λιγκ: «Η Μπαρτσελόνα φυσικά. Πάντα εκείνη έχω στην καρδιά μου. Μου αρέσει και η Λίβερπουλ όμως».

Και αφού του αρέσει η Μπαρτσελόνα, τον ρωτήσαμε ποιον θεωρεί τον αντίστοιχο «Μέσι» του βόλεϊ: «Ο Λεόν είναι ο καλύτερος στον κόσμο. Στο βόλεϊ βέβαια δεν γίνεται να υπάρξει σταρ αντίστοιχος του Μέσι στο ποδόσφαιρο. Στο ποδόσφαιρο μπορείς να πάρεις τη μπάλα να τρέξεις όλο το γήπεδο, να σκοράρεις και να δείξεις τις εκπληκτικές σου ικανότητες. Στο βόλεϊ, εξαρτάσαι από τους συμπαίκτες σου. Ακόμα κι αν είσαι ο καλύτερος, δεν μπορείς να κερδίσεις κάτι από μόνος σου. Αγωνιστικά εκτιμώ και τους Άντσερσον, Μιχαίλοφ».

ΕΥΘΕΩΣ με τον Γιώργο Χαλά Γιώργος Χαλάς